καταστολάριο

καταστολάριο
καταστολάριος, ὁ (AM)
(στους Βυζαντινούς) μίμος γελωτοποιός με ποικιλόχρωμη στολή, είδος παλιάτσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατα-στολή «περιβολή, ενδυμασία» + κατάλ. -άριος (< λατ. -arius), πρβλ. καγκελ-άριος, ταβλ-άριος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”